γριά

γριά
η
γυναίκα προχωρημένης ηλικίας, γερόντισσα: Από τότε που χήρεψε ζει μόνο με τη γριά μάνα της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η …   Dictionary of Greek

  • βάβω — η 1. η γριά 2. η γιαγιά 3. η παραμάνα, η τροφός 4. η μαμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < (σλαβ.) babo, κλητ. τού baba «γριά» ή < (μτγν. κύριο όνομα) Βαυβώ και ο αναβιβασμός τού τόνου πιθ. αναλογικά προς το συνών. μπάμπω] …   Dictionary of Greek

  • γεροντογράδιο — γεροντογρᾴδιο, το (Α) (κωμική λέξη) γεροντόγρια, «αρσενική γριά» (Αριστοφάνης). [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρων ( οντος) + γρᾴδιο «γριά»] …   Dictionary of Greek

  • γρίτσα — η [γριά] μικρόσωμη γριά …   Dictionary of Greek

  • γραΐδιο — το (AM γραΐδιον, Α και γρᾴδιον) [γραΐς] 1. γριούλα, μικροσκοπική γριά 2. πονηρή γριά, παλιόγρια …   Dictionary of Greek

  • γραυς — γραῡς και γρηῡς και γρηΰς, η (Α) 1. γριά γυναίκα 2. (κωμικά) γέρος άντρας 3. κάβουρας 4. αφρός γάλακτος που βράζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γριά] …   Dictionary of Greek

  • γριίστιχος — η, ο [γριά] αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε γριά …   Dictionary of Greek

  • γριούλα — η [γριά] μικρόσωμη γριά …   Dictionary of Greek

  • ζαρόγρια — η γριά μικρόσωμη, καχεκτική, ζαρωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάρα + γριά] …   Dictionary of Greek

  • κάκω — η [κακός] 1. κακή γριά, κακόγρια 2. (γενικά) γριά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”